- Κητῶν
- Κητώfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κητῶν — κήτα fem gen pl κη̱τῶν , κῆτος any sea monster neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήτων — κέω to lie down pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) κέω to lie down pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
καμάκι — Σύνεργο ψαρέματος με μία ή περισσότερες μυτερές αιχμές, που αποτελείται από ένα ακόντιο με πτερύγια στην άκρη, τα οποία το εμποδίζουν να βγει από το σώμα στο οποίο καρφώθηκε. Κατά κανόνα το κ. συγκρατείται με σχοινί από φυτικές ίνες για να… … Dictionary of Greek
CETO — Graece Κητὼ, apud Plin. l. 5. c. 13. de Ioppe, Insidet collem praeiacente saxô, in quo vinculorum Andromedae vestigia ostendunt. Colitur illio fabulosa Ceto: Numen Ioppensium, ceti formam praeferens. Qualis Dagon Azotiorum Palaestinae, quâ voce… … Hofmann J. Lexicon universale
DAGON — idolum Philistinorum, cecidit coruam arca, 1. Sam. c. 5. v. 4. Dagonem, et Atergatim idem fuisse numen docti aliqui statuunt, adeoque Atergatin corrupte scribi pro addir dag, h. e. magnisico pisce, vel addir Dagon, magnifico Dagone. Sed Bocharti… … Hofmann J. Lexicon universale
Αμφίποδα — (amphipoda).Επιστημονική ονομασία αρθρoπόδων μαλακοστράκων που ζουν στις θάλασσες, στις λίμνες, στους ποταμούς, σε αμμώδεις ακτές, σε σπήλαια και σε υγρά μέρη πολλών τροπικών νησιών. Είναι γνωστά περίπου 4.600 είδη. Αφθονούν σε ορισμένες ακτές σε … Dictionary of Greek
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
δελφινιέρα — η [δελφίνι] ακόντιο που ρίχνεται με μικρό πυροβόλο ή και με το χέρι εναντίον κητών και κυρίως φαλαινών … Dictionary of Greek
ζίφιος — ο ζωολ. γένος μαστοφόρων τής τάξης τών κητών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ziphius < ξιφιός / ξιφίας) … Dictionary of Greek